Η συνάντηση του Γκιλγκαμές με τον επιζώντα από το κατακλυσμό Ουτ-ναπίστιμ. Τα πρώτα λόγια για την ματαιότητα της «Αθανασίας»
Το έπος του Γικλγκαμές έχει και διδακτικό, ηθικοπλαστικό περιεχόμενο, εκτός του ιστορικού.
Ο Γκιλγκαμές, που τον διαπέρασε η θλίψη λόγω του θανάτου του φίλου του Ενκιντού, και ένιωθε φόβο για την ιδέα του θανάτου καθώς κανείς δεν τον έχει αγγίξει πριν, διέσχισε με μια ταλαίπωρη ψυχή και μια καταθλιπτική ψυχή, ένα δύσκολο ταξίδι αναζητώντας την αθανασία (αιωνιότητα). Και όταν συνάντησε σε ένα παραδεισένιο νησί τους μοναδικούς επιζώντες, τον Ουτ-ναπίστιμ και τη γυναίκα του, από το μεγάλο κατακλυσμό, αυτός του λέει τα πιο βαθυστόχαστα λόγια σε ολόκληρο το έπος στη προσπάθεια του να εξηγήσει στον Γκιλγκαμές την ανυπαρξία της αθανασίας:
«Γιατί παρατείνεις την δυστυχία σου, Γκιλγκαμές;
Και οι δυνάμεις σου εξαντλούνται με το να μένεις μέχρι αργά
Και να γεμίζεις τον εαυτό σου με θλίψη
Κάνοντας αυτό φέρνεις μόνο τις μακρινές σου μέρες πιο κοντά
Κανείς δεν βλέπει το πρόσωπο του θανάτου, και κανείς δεν ακούει τον ήχο του θανάτου
Αλλά ο θάνατος είναι σκληρός και αυστηρός, κανείς δεν έχει έλεος.
Κι όμως ο άγριος ο θάνατος αρπάζει τους ανθρώπους.
Για πάντα χτίζουμε ένα σπίτι;
Κάνουμε μια φωλιά για πάντα να διαρκέσει;
Χωρίζουνε για πάντα τα αδέλφια την κληρονομιά;
Πόσο καιρό θα υπάρχει η εχθρότητα στη χώρα;
Φουσκώνει πάντα φέρνοντας πλημμύρα το ποτάμι, για να κυλάν ανάσκελα οι λιβελούλες;
Κοιτάζοντας τον ήλιο καταπρόσωπο;
Και ξαφνικά τελειώνουν όλα
Οι κοιμώμενοι και οι νεκροί είναι το ίδιο. Του θανάτου είναι ίδια η εικόνα.»